στεφανιαία αγγεία — (Ανατ.). Λέγονται έτσι ορισμένες φλέβες και αρτηρίες των οποίων η διάταξη μοιάζει με στεφάνι. Ο όρος σ. χρησιμοποιείται και για τον χαρακτηρισμό μιας ημικυκλικής εγκάρσιας ραφής του κρανίου, με την οποία συναρμόζεται το μετωπιαίο οστό με τα δυο… … Dictionary of Greek
CAVUM Sidus — apud Solin. c. 27. Exsultant (simiae) novâ Lunâ, tristes sunt cornutô et cavô sidere: est cava et cornuta Luna, quam a nova discernit, quae tamen et ipsa cava nihilominus et corniculata est. Et quidem Graeci μηνοειδῆ et κοίλην quoque vocant, quum … Hofmann J. Lexicon universale
αγκώνας — Η εξωτερική καμπή του άνω άκρου, μεταξύ βραχίονα και αντιβραχίου. Η άρθρωση του α. είναι σύνθετη. Αποτελείται από δύο αρθρώσεις, την πηχεοβραχιόνιο και την άνω κερκιδωλενική, οι οποίες περιβάλλονται από κοινό αρθρικό θύλακο. Η πηχεοβραχιόνιος… … Dictionary of Greek
μηνοειδής — ές (Α μηνοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα ημισελήνου, ο δρεπανοειδής («μηνοειδὲς ποιήσαντες τών νεῶν», Ηρόδ.) νεοελλ. φρ. α) «μηνοειδές οστό» οστό τής μεσότητας του πρώτου στοίχου τών οστών τού καρπού με ημισεληνοειδές σχήμα β) «μηνοειδείς… … Dictionary of Greek
ολοκυκλώ — ὁλοκυκλῶ, όω (Μ) [ολόκυκλος] (σχετικά με τη σελήνη) εμφανίζω ολόκυκλο, μετατρέπω σε πανσέληνο («σὺ δὲ μοι τὴν μηνοειδῆ σελήνην ὁλοκύκλωσον», Ευμάθ.) … Dictionary of Greek
αιμοσπορίδια — Πρωτόζωα που ανήκουν στην οικογένεια των σποροζώων. Αποτελούνται μόνον από πρωτόπλασμα, που είναι ουσία λευκωματώδης και εμφανίζει όλες τις λειτουργίες της ζωής (θρέψη, πολλαπλασιασμό κλπ.). Τα α. είναι ορατά μόνο με το μικροσκόπιο και μοιάζουν,… … Dictionary of Greek